αἰσυητήρ

αἰσυητήρ
αἰσῡητήρ, ῆρος, ,
A v.l. for αἰσυμνητήρ (q. v.), Il.24.347, expl. as ἐντρεχής, νεανίας, or νομεύς (Nic.); cf. pr. n. Αἰσῡήτης in Il.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… …   Dictionary of Greek

  • αἰσυητήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυητῆρα — αἰσυητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυητῆρι — αἰσυητήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυητῆρος — αἰσυητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”